λιόχρυσος

λιόχρυσος
-η, -ο
βλ. ηλιόχρυσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλιόχρυσος — και λιόχρυσος, η, ο αυτός που χρυσίζει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χρυσός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”